μελετώμαι

μελετώμαι
μελετώμαι, μελετήθηκα, μελετημένος βλ. πίν. 61
——————
Σημειώσεις:
μελετώμαι : η λόγια κλίση σε -ώμαι συνηθίζεται περισσότερο για τις έννοιες ερευνώμαι, εξετάζομαι, π.χ. μελετάται η κατασκευή υπόγειου σιδηροδρόμου.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

  • μελετιέμαι — μελετιέμαι, μελετήθηκα, μελετημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. μελετώμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”